ημεροκαλλές: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμεροκαλλές]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] κίτρινου κρίνου που ανθεί μόνο μία [[ημέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>καλλές</i> (ουδ. του β' συνθετικού επιθέτων -<i>καλλής</i> <span style="color: red;"><</span> [[κάλλος]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>ζα</i>-<i>καλλής</i>, <i>περι</i>-<i>καλλής</i>].
|mltxt=[[ἡμεροκαλλές]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] κίτρινου κρίνου που ανθεί μόνο μία [[ημέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>καλλές</i> (ουδ. του β' συνθετικού επιθέτων -<i>καλλής</i> <span style="color: red;"><</span> [[κάλλος]], [[πρβλ]]. <i>ζα</i>-<i>καλλής</i>, <i>περι</i>-<i>καλλής</i>].
}}
}}

Revision as of 09:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡμεροκαλλές, τὸ (Α)
είδος κίτρινου κρίνου που ανθεί μόνο μία ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -καλλές (ουδ. του β' συνθετικού επιθέτων -καλλής < κάλλος, πρβλ. ζα-καλλής, περι-καλλής].