ηλιοχαρής: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br />αυτός που χαίρεται να εκτίθεται στον ήλιο, ο [[ηλιόφιλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χάρος]], <i>το</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οινο</i>-<i>χαρής</i>, <i>περι</i>-<i>χαρής</i>].
|mltxt=-ές<br />αυτός που χαίρεται να εκτίθεται στον ήλιο, ο [[ηλιόφιλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χάρος]], <i>το</i>), [[πρβλ]]. <i>οινο</i>-<i>χαρής</i>, <i>περι</i>-<i>χαρής</i>].
}}
}}

Revision as of 09:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές
αυτός που χαίρεται να εκτίθεται στον ήλιο, ο ηλιόφιλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -χαρης (< χάρος, το), πρβλ. οινο-χαρής, περι-χαρής].