ηλιοχαρής

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source

Greek Monolingual

-ές
αυτός που χαίρεται να εκτίθεται στον ήλιο, ο ηλιόφιλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -χαρης (< χάρος, το), πρβλ. οινοχαρής, περιχαρής].