ηλιοχαρής

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502

Greek Monolingual

-ές
αυτός που χαίρεται να εκτίθεται στον ήλιο, ο ηλιόφιλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -χαρης (< χάρος, το), πρβλ. οινοχαρής, περιχαρής].