ηφαιστειογενής: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br /><b>1.</b> αυτός που έχει προέλθει ή σχηματιστεί από [[έκρηξη]] ηφαιστείου («[[ηφαιστειογενής]] [[νήσος]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από ηφαιστειακή [[ενέργεια]] («ηφαιστειογενείς σεισμοί»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηφαίστειο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> <span style="color: red;"><</span> [[γένος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>γενής</i>, <i>σεισμο</i>-<i>γενής</i>). Η λ. μαρτυρείται στο 1867 στον Δημ. Ν. Βερναρδάκη].
|mltxt=-ές<br /><b>1.</b> αυτός που έχει προέλθει ή σχηματιστεί από [[έκρηξη]] ηφαιστείου («[[ηφαιστειογενής]] [[νήσος]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από ηφαιστειακή [[ενέργεια]] («ηφαιστειογενείς σεισμοί»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηφαίστειο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> <span style="color: red;"><</span> [[γένος]] ([[πρβλ]]. <i>ευ</i>-<i>γενής</i>, <i>σεισμο</i>-<i>γενής</i>). Η λ. μαρτυρείται στο 1867 στον Δημ. Ν. Βερναρδάκη].
}}
}}

Revision as of 09:29, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που έχει προέλθει ή σχηματιστεί από έκρηξη ηφαιστείου («ηφαιστειογενής νήσος»)
2. αυτός που προέρχεται από ηφαιστειακή ενέργεια («ηφαιστειογενείς σεισμοί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηφαίστειο + -γενής < γένος (πρβλ. ευ-γενής, σεισμο-γενής). Η λ. μαρτυρείται στο 1867 στον Δημ. Ν. Βερναρδάκη].