ηφαίστειο
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
Greek Monolingual
το
βλ. ηφαίστειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του επιθ. ηφαίστειος. Η λ. με αυτή τη σημασία μαρτυρείται από το 1812 στον Κωνστ. Μ. Κούμα].