ηπατοσκόπος: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(16) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡπατοσκόπος]], -ον (Α)<br />αυτός που παρατηρεί ή εξετάζει το [[ήπαρ]] και μαντεύει από αυτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηπατο</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ήπαρ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] ( | |mltxt=[[ἡπατοσκόπος]], -ον (Α)<br />αυτός που παρατηρεί ή εξετάζει το [[ήπαρ]] και μαντεύει από αυτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηπατο</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ήπαρ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] ([[πρβλ]]. <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:35, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἡπατοσκόπος, -ον (Α)
αυτός που παρατηρεί ή εξετάζει το ήπαρ και μαντεύει από αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηπατο- (< ήπαρ) + -σκόπος < σκοπός (πρβλ. οιωνο-σκόπος)].