θρομβίνη: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>χημ.</b> ένζυμο που συντελεί στη μετατοοπή του ινωδογόνου σε ινώδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>thrombin</i> <span style="color: red;"><</span> <i>thromb</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θρόμβ</i>-<i>ος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>in</i>].
|mltxt=η<br /><b>χημ.</b> ένζυμο που συντελεί στη μετατοοπή του ινωδογόνου σε ινώδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>thrombin</i> <span style="color: red;"><</span> <i>thromb</i>- ([[πρβλ]]. <i>θρόμβ</i>-<i>ος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>in</i>].
}}
}}

Revision as of 09:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
χημ. ένζυμο που συντελεί στη μετατοοπή του ινωδογόνου σε ινώδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrombin < thromb- (πρβλ. θρόμβ-ος) + -in].