θυλακίτιδα: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ή <b>ιατρ.</b><br /><b>1.</b> [[φλεγμονή]] του τριχοσμηγματικού θυλάκου<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[φλεγμονή]] θυλακίου ή θυλάκου, [[ιδίως]] ορογόνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>folliculitis</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>folliculus</i> «[[θυλάκιο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>itis</i>)].
|mltxt=ή <b>ιατρ.</b><br /><b>1.</b> [[φλεγμονή]] του τριχοσμηγματικού θυλάκου<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[φλεγμονή]] θυλακίου ή θυλάκου, [[ιδίως]] ορογόνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>folliculitis</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>folliculus</i> «[[θυλάκιο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>itis</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 09:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

ή ιατρ.
1. φλεγμονή του τριχοσμηγματικού θυλάκου
2. κάθε φλεγμονή θυλακίου ή θυλάκου, ιδίως ορογόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. folliculitis < λατ. folliculus «θυλάκιο» + -itis)].