ιδιοφεγγής: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰδιοφεγγής]], -ές (Α)<br />(για τη [[σελήνη]]) αυτός που έχει δικό του [[φέγγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φεγγης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέγγος]], το «φως»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ηλιο</i>-<i>φεγγής</i>, <i>χρυσο</i>-<i>φεγγής</i>]·
|mltxt=[[ἰδιοφεγγής]], -ές (Α)<br />(για τη [[σελήνη]]) αυτός που έχει δικό του [[φέγγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φεγγης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέγγος]], το «φως»), [[πρβλ]]. <i>ηλιο</i>-<i>φεγγής</i>, <i>χρυσο</i>-<i>φεγγής</i>]·
}}
}}

Revision as of 09:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰδιοφεγγής, -ές (Α)
(για τη σελήνη) αυτός που έχει δικό του φέγγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -φεγγης (< φέγγος, το «φως»), πρβλ. ηλιο-φεγγής, χρυσο-φεγγής