ισχέπλινθον: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἰσχέπλινθον, τὸ (Α)<br /><b>στον πληθ.</b> τὰ [[ἰσχέπλινθα]]<br />τα όρθια ξύλα [[γύρω]] από την πόρτα τα οποία χρησιμεύουν για τη [[συγκράτηση]] τών πλίνθων, ορθοστάτες, παραστάδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσχε</i>-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. [[ἴσχω]] «[[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἐχε</i>-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. <i>ἔχω</i>) <span style="color: red;">+</span> [[πλίνθος]].
|mltxt=ἰσχέπλινθον, τὸ (Α)<br /><b>στον πληθ.</b> τὰ [[ἰσχέπλινθα]]<br />τα όρθια ξύλα [[γύρω]] από την πόρτα τα οποία χρησιμεύουν για τη [[συγκράτηση]] τών πλίνθων, ορθοστάτες, παραστάδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσχε</i>-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. [[ἴσχω]] «[[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]]» ([[πρβλ]]. <i>ἐχε</i>-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. <i>ἔχω</i>) <span style="color: red;">+</span> [[πλίνθος]].
}}
}}

Latest revision as of 10:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰσχέπλινθον, τὸ (Α)
στον πληθ. τὰ ἰσχέπλινθα
τα όρθια ξύλα γύρω από την πόρτα τα οποία χρησιμεύουν για τη συγκράτηση τών πλίνθων, ορθοστάτες, παραστάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχε-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω» (πρβλ. ἐχε-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. ἔχω) + πλίνθος.