συγκρατώ

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source

Greek Monolingual

συγκρατῶ, -έω, ΝΜΑ κρατῶ
1. υποστηρίζω κάποιον ή κάτι για να μην πέσει (α. «το τοίχωμα θα συγκρατήσει τα χώματα» β. «την τελευταία στιγμή τον συγκράτησε και δεν έπεσε στη θάλασσα»)
2. κρατώ κάτι μέσα μου, δεν το αφήνω να εκδηλωθεί
νεοελλ.
1. αναχαιτίζω, παρεμποδίζω, ανακόπτω πορεία ή λειτουργία, σταματώ (α. «τα κυβερνητικά μέτρα δεν συγκράτησαν τον πληθωρισμό» β. «ευτυχώς συγκράτησε τον σκύλο του έγκαιρα, πριν να μού χυμήξει»)
2. μέσ. συγκρατούμαι
χαλιναγωγώ τις ορμές και τα πάθη μου, επιβάλλομαι στον εαυτό μου
3. φρ. «συγκρατώ τις τιμές» — διατηρώ τις τιμές σε ορισμένο επίπεδο
αρχ.
1. κρατώ δύο πράγματα ενωμένα το ένα με το άλλο, τά κρατώ σφιχτά
2. έχω την εξουσία μαζί με κάποιον άλλο.