καταπυγόσυνος: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταπῡγόσῠνος''': -η, -ον, = τῷ ἑπομ., Κρατῖνος ἐν «Χειρ.» 4, ἀλλ’ ἴδε Meineke. | |lstext='''καταπῡγόσῠνος''': -η, -ον, = τῷ ἑπομ., Κρατῖνος ἐν «Χειρ.» 4, ἀλλ’ ἴδε Meineke. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταπυγόσυνος]], -η, -ον (Α)<br />[[καταπύγων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[καταπυγοσύνη]] (με υποχωρητ. σχηματισμό), [[πρβλ]]. <i>ευφρ</i>-<i>όσυνος</i>: [[ευφροσύνη]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:20, 23 August 2021
Greek (Liddell-Scott)
καταπῡγόσῠνος: -η, -ον, = τῷ ἑπομ., Κρατῖνος ἐν «Χειρ.» 4, ἀλλ’ ἴδε Meineke.
Greek Monolingual
καταπυγόσυνος, -η, -ον (Α)
καταπύγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < καταπυγοσύνη (με υποχωρητ. σχηματισμό), πρβλ. ευφρ-όσυνος: ευφροσύνη].