κητόσπερμα: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>χημ.</b> ένα από τα συστατικά του ρευστού λίπους που βρίσκεται στις εγκεφαλικές κοιλότητες ορισμένων θαλάσσιων κητών, και [[κυρίως]] του φυσητήρα, και το οποίο χρησιμοποιείται στη [[φαρμακευτική]] και την [[αρωματοποιία]], [[καθώς]] και για την [[κατασκευή]] κεριών πολυτελείας, σπερματσέτων, αλλ. κήτειο [[σπέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῆτος]] <span style="color: red;">+</span> [[σπέρμα]]. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>sperm oil</i>].
|mltxt=το<br /><b>χημ.</b> ένα από τα συστατικά του ρευστού λίπους που βρίσκεται στις εγκεφαλικές κοιλότητες ορισμένων θαλάσσιων κητών, και [[κυρίως]] του φυσητήρα, και το οποίο χρησιμοποιείται στη [[φαρμακευτική]] και την [[αρωματοποιία]], [[καθώς]] και για την [[κατασκευή]] κεριών πολυτελείας, σπερματσέτων, αλλ. κήτειο [[σπέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῆτος]] <span style="color: red;">+</span> [[σπέρμα]]. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>sperm oil</i>].
}}
}}

Latest revision as of 13:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
χημ. ένα από τα συστατικά του ρευστού λίπους που βρίσκεται στις εγκεφαλικές κοιλότητες ορισμένων θαλάσσιων κητών, και κυρίως του φυσητήρα, και το οποίο χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και την αρωματοποιία, καθώς και για την κατασκευή κεριών πολυτελείας, σπερματσέτων, αλλ. κήτειο σπέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + σπέρμα. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sperm oil].