κλούβα: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> μεγάλο [[κλουβί]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[φυλακή]]<br /><b>3.</b> μεγάλο όχημα που χρησιμοποιεί η [[αστυνομία]] για τη [[μεταφορά]] συλληφθέντων ή κρατουμένων («[[χτες]] το [[βράδι]] έβαλαν στην [[κλούβα]] όσους νεαρούς βρήκαν στην [[πλατεία]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλουβί]] <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>α</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κεφάλ</i>-<i>α</i>, <i>χέρ</i>-<i>α</i>)].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> μεγάλο [[κλουβί]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[φυλακή]]<br /><b>3.</b> μεγάλο όχημα που χρησιμοποιεί η [[αστυνομία]] για τη [[μεταφορά]] συλληφθέντων ή κρατουμένων («[[χτες]] το [[βράδι]] έβαλαν στην [[κλούβα]] όσους νεαρούς βρήκαν στην [[πλατεία]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλουβί]] <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>α</i> ([[πρβλ]]. <i>κεφάλ</i>-<i>α</i>, <i>χέρ</i>-<i>α</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
1. μεγάλο κλουβί
2. (κατ' επέκτ.) φυλακή
3. μεγάλο όχημα που χρησιμοποιεί η αστυνομία για τη μεταφορά συλληφθέντων ή κρατουμένων («χτες το βράδι έβαλαν στην κλούβα όσους νεαρούς βρήκαν στην πλατεία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλουβί + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλ-α, χέρ-α)].