κολίτιδα: Difference between revisions
From LSJ
Γέρων γενόμενος μὴ γάμει νεωτέραν → Ne ducas iuniorem, si fueris senex → Wenn du gealtert, nimm dir keine junge Frau
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br />[[φλεγμονή]] του κόλου και, με την ευρεία [[έννοια]], ολόκληρου του παχέος εντέρου, η οποία μπορεί [[είτε]] να προκληθεί από μικρόβια ή παράσιτα [[είτε]] να μην [[είναι]] ειδική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=η<br />[[φλεγμονή]] του κόλου και, με την ευρεία [[έννοια]], ολόκληρου του παχέος εντέρου, η οποία μπορεί [[είτε]] να προκληθεί από μικρόβια ή παράσιτα [[είτε]] να μην [[είναι]] ειδική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. γαλλ. <i>colite</i> <span style="color: red;"><</span> <i>col</i>(<i>o</i>)- (<span style="color: red;"><</span> [[κόλον]] «[[τμήμα]] του παχέος εντέρου») -<i>ite</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>ῖτις</i> / -<i>ίτιδος</i> (<b>βλ.</b> -<i>ίτιδα</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
φλεγμονή του κόλου και, με την ευρεία έννοια, ολόκληρου του παχέος εντέρου, η οποία μπορεί είτε να προκληθεί από μικρόβια ή παράσιτα είτε να μην είναι ειδική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colite < col(o)- (< κόλον «τμήμα του παχέος εντέρου») -ite < -ῖτις / -ίτιδος (βλ. -ίτιδα)].