κλεψίλογος: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(20) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (Α [[κλεψίλογος]], -ον)<br />αυτός που χρησιμοποιεί, που ιδιοποιείται λέξεις ή φράσεις άλλων, [[λογοκλόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κλέψι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]) <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]), | |mltxt=-ο (Α [[κλεψίλογος]], -ον)<br />αυτός που χρησιμοποιεί, που ιδιοποιείται λέξεις ή φράσεις άλλων, [[λογοκλόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κλέψι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]) <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]), [[πρβλ]]. <i>ευρησί</i>-<i>λογος</i>, <i>λυπησί</i>-<i>λογος</i>. Σύνθ. του τύπου <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ο (Α κλεψίλογος, -ον)
αυτός που χρησιμοποιεί, που ιδιοποιείται λέξεις ή φράσεις άλλων, λογοκλόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέψι- (< κλέπτω) + -λόγος (< λόγος), πρβλ. ευρησί-λογος, λυπησί-λογος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].