κυνόδοντας: Difference between revisions
From LSJ
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
(22) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[κυνόδους]], -οντος)<br />καθένα από τα δόντια τών θηλαστικών, [[τέσσερα]] στον άνθρωπο, τα οποία βρίσκονται [[μεταξύ]] τών τομέων και τών προγομφίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δόντι]] δηλητηριωδών ερπετών («γλῶσσαν δὲ καταπρίει κυνόδοντι», Νικ.)<br /><b>2.</b> [[δόντι]] πριονιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀδούς]], <i>ὀδόντος</i> ( | |mltxt=ο (Α [[κυνόδους]], -οντος)<br />καθένα από τα δόντια τών θηλαστικών, [[τέσσερα]] στον άνθρωπο, τα οποία βρίσκονται [[μεταξύ]] τών τομέων και τών προγομφίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δόντι]] δηλητηριωδών ερπετών («γλῶσσαν δὲ καταπρίει κυνόδοντι», Νικ.)<br /><b>2.</b> [[δόντι]] πριονιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀδούς]], <i>ὀδόντος</i> ([[πρβλ]]. <i>χαλ</i>-<i>όδους</i>, <i>χαυλι</i>-<i>όδους</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:05, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο (Α κυνόδους, -οντος)
καθένα από τα δόντια τών θηλαστικών, τέσσερα στον άνθρωπο, τα οποία βρίσκονται μεταξύ τών τομέων και τών προγομφίων
αρχ.
1. δόντι δηλητηριωδών ερπετών («γλῶσσαν δὲ καταπρίει κυνόδοντι», Νικ.)
2. δόντι πριονιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + ὀδούς, ὀδόντος (πρβλ. χαλ-όδους, χαυλι-όδους)].