Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυνόδοντας: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κυνόδους]], -οντος)<br />καθένα από τα δόντια τών θηλαστικών, [[τέσσερα]] στον άνθρωπο, τα οποία βρίσκονται [[μεταξύ]] τών τομέων και τών προγομφίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δόντι]] δηλητηριωδών ερπετών («γλῶσσαν δὲ καταπρίει κυνόδοντι», Νικ.)<br /><b>2.</b> [[δόντι]] πριονιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀδούς]], <i>ὀδόντος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χαλ</i>-<i>όδους</i>, <i>χαυλι</i>-<i>όδους</i>)].
|mltxt=ο (Α [[κυνόδους]], -οντος)<br />καθένα από τα δόντια τών θηλαστικών, [[τέσσερα]] στον άνθρωπο, τα οποία βρίσκονται [[μεταξύ]] τών τομέων και τών προγομφίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δόντι]] δηλητηριωδών ερπετών («γλῶσσαν δὲ καταπρίει κυνόδοντι», Νικ.)<br /><b>2.</b> [[δόντι]] πριονιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀδούς]], <i>ὀδόντος</i> ([[πρβλ]]. <i>χαλ</i>-<i>όδους</i>, <i>χαυλι</i>-<i>όδους</i>)].
}}
}}

Revision as of 14:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο (Α κυνόδους, -οντος)
καθένα από τα δόντια τών θηλαστικών, τέσσερα στον άνθρωπο, τα οποία βρίσκονται μεταξύ τών τομέων και τών προγομφίων
αρχ.
1. δόντι δηλητηριωδών ερπετών («γλῶσσαν δὲ καταπρίει κυνόδοντι», Νικ.)
2. δόντι πριονιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + ὀδούς, ὀδόντος (πρβλ. χαλ-όδους, χαυλι-όδους)].