κυστικός: Difference between revisions
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(22) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χοληδόχο ή στην ουροδόχο [[κύστη]] (α. «κυστική [[αρτηρία]]» β. «[[κυστικός]] [[πόρος]]» γ. «κυστικό [[πλέγμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> (για νόσο) αυτός που εκδηλώνεται με την [[παρουσία]] ή με τον σχηματισμό κύστεων («κυστική ίνωση του παγκρέατος»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χοληδόχο ή στην ουροδόχο [[κύστη]] (α. «κυστική [[αρτηρία]]» β. «[[κυστικός]] [[πόρος]]» γ. «κυστικό [[πλέγμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> (για νόσο) αυτός που εκδηλώνεται με την [[παρουσία]] ή με τον σχηματισμό κύστεων («κυστική ίνωση του παγκρέατος»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. γαλλ. <i>cystique</i> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>cyste</i> <span style="color: red;"><</span> [[κύστις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ique</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:05, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χοληδόχο ή στην ουροδόχο κύστη (α. «κυστική αρτηρία» β. «κυστικός πόρος» γ. «κυστικό πλέγμα»)
2. ιατρ. (για νόσο) αυτός που εκδηλώνεται με την παρουσία ή με τον σχηματισμό κύστεων («κυστική ίνωση του παγκρέατος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystique < γαλλ. cyste < κύστις + κατάλ. -ique. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο].