λαθρόχειρ: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η<br />[[επιτήδειος]] [[κλέφτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαθρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χείρ]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αυτό</i>-[[χειρ]], <i>εκατόγ</i>-[[χειρ]]). Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>escamoteur</i>, και μαρτυρείται από το 1853 στον Κωνστ. Ασώπιο].
|mltxt=ο, η<br />[[επιτήδειος]] [[κλέφτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαθρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χείρ]] ([[πρβλ]]. <i>αυτό</i>-[[χειρ]], <i>εκατόγ</i>-[[χειρ]]). Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>escamoteur</i>, και μαρτυρείται από το 1853 στον Κωνστ. Ασώπιο].
}}
}}

Revision as of 14:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο, η
επιτήδειος κλέφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)- + χείρ (πρβλ. αυτό-χειρ, εκατόγ-χειρ). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. escamoteur, και μαρτυρείται από το 1853 στον Κωνστ. Ασώπιο].