Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λεμβούχος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> ο [[ιδιοκτήτης]] και [[κυβερνήτης]] λέμβου, ο [[βαρκάρης]]<br /><b>2.</b> [[μεγάλη]] [[κεραία]] τοποθετημένη οριζόντια σε καθεμιά από τις δύο πλευρές του πλοίου για την [[ανάρτηση]] λέμβου από αυτήν, αλλ. [[βαρδαλάντζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέμβος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κληρ</i>-<i>ούχος</i>, <i>πολι</i>-<i>ούχος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Σ. Βλάχου].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> ο [[ιδιοκτήτης]] και [[κυβερνήτης]] λέμβου, ο [[βαρκάρης]]<br /><b>2.</b> [[μεγάλη]] [[κεραία]] τοποθετημένη οριζόντια σε καθεμιά από τις δύο πλευρές του πλοίου για την [[ανάρτηση]] λέμβου από αυτήν, αλλ. [[βαρδαλάντζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέμβος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>), [[πρβλ]]. <i>κληρ</i>-<i>ούχος</i>, <i>πολι</i>-<i>ούχος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Σ. Βλάχου].
}}
}}

Revision as of 14:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
1. ο ιδιοκτήτης και κυβερνήτης λέμβου, ο βαρκάρης
2. μεγάλη κεραία τοποθετημένη οριζόντια σε καθεμιά από τις δύο πλευρές του πλοίου για την ανάρτηση λέμβου από αυτήν, αλλ. βαρδαλάντζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + -οῦχος (< ἔχω), πρβλ. κληρ-ούχος, πολι-ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Σ. Βλάχου].