λεμβούχος

From LSJ

Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist

Menander, Monostichoi, 339

Greek Monolingual

ο
1. ο ιδιοκτήτης και κυβερνήτης λέμβου, ο βαρκάρης
2. μεγάλη κεραία τοποθετημένη οριζόντια σε καθεμιά από τις δύο πλευρές του πλοίου για την ανάρτηση λέμβου από αυτήν, αλλ. βαρδαλάντζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + -οῦχος (< ἔχω), πρβλ. κληρούχος, πολιούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Σ. Βλάχου].