Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιθοκόλλητος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
mNo edit summary
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[λιθοκόλλητος]], -ον)<br />αυτός που [[είναι]] διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους («περιτραχήλιον...λιθοκόλλητον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για χάλυβα) αυτός που έχει κολλημένες [[πάνω]] του αιχμηρές πέτρες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λιθοκόλλητον</i><br />[[ψηφοθέτημα]], [[μωσαϊκό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κολλητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κολλώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ρινο</i>-<i>κόλλητος</i>, <i>χρυσο</i>-<i>κόλλητος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[λιθοκόλλητος]], -ον)<br />αυτός που [[είναι]] διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους («περιτραχήλιον...λιθοκόλλητον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για χάλυβα) αυτός που έχει κολλημένες [[πάνω]] του αιχμηρές πέτρες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λιθοκόλλητον</i><br />[[ψηφοθέτημα]], [[μωσαϊκό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κολλητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κολλώ]]), [[πρβλ]]. <i>ρινο</i>-<i>κόλλητος</i>, <i>χρυσο</i>-<i>κόλλητος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:27, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθοκόλλητος Medium diacritics: λιθοκόλλητος Low diacritics: λιθοκόλλητος Capitals: ΛΙΘΟΚΟΛΛΗΤΟΣ
Transliteration A: lithokóllētos Transliteration B: lithokollētos Transliteration C: lithokollitos Beta Code: liqoko/llhtos

English (LSJ)

ον,
A set with precious stones, χιτών Callix.2; ποτήρια Thphr.Char.23.3, Parmenioap.Ath.11.782a; κρατῆρες Theopomp. Hist.283 (a); φιάλαι Agatharch.102; περιτραχήλιον Plu.Alex. 32, cf. Men.372: metaph., χάλυβος λιθοκόλλητον στόμιον = a bit of steel set with stones (to make it sharper), S.Tr.1261 (lyr.).
II τὸ λιθοκόλλητον = inlaid work, mosaic, prob. in Str.16.4.19, cf. Thphr.Lap.35 (pl.).

German (Pape)

[Seite 45] mit Steinen gekittet, mit eingefügten Steinen, bes. eingesetzten Edelsteinen verziert, πάντα χρύσεα καὶ λιθ. περιττῶς ἐξειργασμένα ταῖς τέχναις, Ath. IV, 147 f; φιάλαι, II, 48 f; χιτῶνες, ib. V, 200 b; περιτραχήλιον, Plut. Alex. 32; χλιδών, D. Sic. 5, 47; κεκρύφαλον, Agath. V (V, 276); vgl. noch Strab. XVI, 779, ὀροφαὶ δι' ἐλέφαντος καὶ χρυσοῦ καὶ λιθοκολλήτου διαπεποικιλμένα, Verzierung mit Edelsteinen od. Marmor. – Übertr., ψυχὴ σκληρά, χάλυβος λιθοκόλλητον στόμιον παρέχουσα, Soph. Tr. 1251, gleichsam einen stählernen Steinzügel anlegend.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοκόλλητος: -ον, (κολλάω) κεχοσμημένος διὰ πολυτίμων λίθων, χιτὼν Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200Β· ποτήρια Θεοφρ. Χαρακτ. 23, Παρμενίων παρ’ Ἀθην. 11, κεφ. 17· κρατῆρες Θεοπόμπ. Ἱστ. 125· περιτραχήλιον Πλουτ. Ἀλέξ. 32· πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Παιδίῳ» 3· - μεταφορ., χάλυβος λ. στόμιον, χαλινὸς χαλύβδινος ἔχων ἐγκεκολλημένους ὀξεῖς λίθους, ἀλλὰ κατὰ τὸν Jebb: «χαλινὸς χαλύβδινος ὅστις νὰ κρατῇ τὰ χείλη κεκλεισμένα ὡς προσκολλᾶται λίθος πρὸς λίθον», κατὰ δὲ τὸν Σχολιαστ. «λίθινον καὶ σκληρὸν χαλινὸν σεαυτῇ ἐπιβαλοῦσα», Σοφ. Τρ. 1261, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb καὶ παράρτ. τοῦ αὐτοῦ ἐν σελ. 206· (ὁ Welck. προτείνει τὴν γραφήν, λυκοκόλλητον, ἴδε λύκος V. Ι). ΙΙ. τὸ λιθοκόλλητον, «μωσαïκόν», ψηφοθέτημα, Στράβ. 778, πρβλ. Θεοφρ. Λιθ. 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 soudé avec du ciment, càd fortement scellé;
2 incrusté de pierres précieuses.
Étymologie: λίθος, κολλάω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λιθοκόλλητος, -ον)
αυτός που είναι διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους («περιτραχήλιον...λιθοκόλλητον», Πλούτ.)
αρχ.
1. (για χάλυβα) αυτός που έχει κολλημένες πάνω του αιχμηρές πέτρες
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιθοκόλλητον
ψηφοθέτημα, μωσαϊκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -κολλητός (< κολλώ), πρβλ. ρινο-κόλλητος, χρυσο-κόλλητος].

Greek Monotonic

λῐθοκόλλητος: -ον (κολλάω
I. διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους, σε Θεόφρ., Πλούτ.· λιθοκόλλητον στόμιον, χαλινάρι που έχει κολλημένους λίθους (για να το κάνουν οξύτερο, πιο κοφτερό), σε Σοφ.
II. τὸ λιθοκόλλητον, σκαλιστή εργασία, μωσαϊκό, ψηφιδωτό, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

λῐθοκόλλητος:
1) крепкий как камень (χάλυβος στόμιον Soph.);
2) усаженный (драгоценными) камнями (χλιδών Diod.; περιτραχήλιον Plut.).

Middle Liddell

λῐθο-κόλλητος, ον κολλάω
I. set with precious stones, Theophr., Plut.:— λ. στόμιον a bit set with stones (to make it sharper), Soph.
II. τὸ λ. inlaid work, mosaic, Strab.