λιθοκόλλητος
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
λιθοκόλλητον,
A set with precious stones, χιτών Callix.2; ποτήρια Thphr.Char.23.3, Parmenioap.Ath.11.782a; κρατῆρες Theopomp. Hist.283 (a); φιάλαι Agatharch.102; περιτραχήλιον Plu.Alex. 32, cf. Men.372: metaph., χάλυβος λιθοκόλλητον στόμιον = a bit of steel set with stones (to make it sharper), S.Tr.1261 (lyr.).
II τὸ λιθοκόλλητον = inlaid work, mosaic, prob. in Str.16.4.19, cf. Thphr.Lap.35 (pl.).
German (Pape)
[Seite 45] mit Steinen gekittet, mit eingefügten Steinen, bes. eingesetzten Edelsteinen verziert, πάντα χρύσεα καὶ λιθ. περιττῶς ἐξειργασμένα ταῖς τέχναις, Ath. IV, 147 f; φιάλαι, II, 48 f; χιτῶνες, ib. V, 200 b; περιτραχήλιον, Plut. Alex. 32; χλιδών, D. Sic. 5, 47; κεκρύφαλον, Agath. V (V, 276); vgl. noch Strab. XVI, 779, ὀροφαὶ δι' ἐλέφαντος καὶ χρυσοῦ καὶ λιθοκολλήτου διαπεποικιλμένα, Verzierung mit Edelsteinen od. Marmor. – Übertr., ψυχὴ σκληρά, χάλυβος λιθοκόλλητον στόμιον παρέχουσα, Soph. Tr. 1251, gleichsam einen stählernen Steinzügel anlegend.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 soudé avec du ciment, càd fortement scellé;
2 incrusté de pierres précieuses.
Étymologie: λίθος, κολλάω.
Russian (Dvoretsky)
λῐθοκόλλητος:
1 крепкий как камень (χάλυβος στόμιον Soph.);
2 усаженный (драгоценными) камнями (χλιδών Diod.; περιτραχήλιον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
λῐθοκόλλητος: -ον, (κολλάω) κεχοσμημένος διὰ πολυτίμων λίθων, χιτὼν Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200Β· ποτήρια Θεοφρ. Χαρακτ. 23, Παρμενίων παρ’ Ἀθην. 11, κεφ. 17· κρατῆρες Θεοπόμπ. Ἱστ. 125· περιτραχήλιον Πλουτ. Ἀλέξ. 32· πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Παιδίῳ» 3· - μεταφορ., χάλυβος λ. στόμιον, χαλινὸς χαλύβδινος ἔχων ἐγκεκολλημένους ὀξεῖς λίθους, ἀλλὰ κατὰ τὸν Jebb: «χαλινὸς χαλύβδινος ὅστις νὰ κρατῇ τὰ χείλη κεκλεισμένα ὡς προσκολλᾶται λίθος πρὸς λίθον», κατὰ δὲ τὸν Σχολιαστ. «λίθινον καὶ σκληρὸν χαλινὸν σεαυτῇ ἐπιβαλοῦσα», Σοφ. Τρ. 1261, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb καὶ παράρτ. τοῦ αὐτοῦ ἐν σελ. 206· (ὁ Welck. προτείνει τὴν γραφήν, λυκοκόλλητον, ἴδε λύκος V. Ι). ΙΙ. τὸ λιθοκόλλητον, «μωσαïκόν», ψηφοθέτημα, Στράβ. 778, πρβλ. Θεοφρ. Λιθ. 35.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λιθοκόλλητος, -ον)
αυτός που είναι διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους («περιτραχήλιον...λιθοκόλλητον», Πλούτ.)
αρχ.
1. (για χάλυβα) αυτός που έχει κολλημένες πάνω του αιχμηρές πέτρες
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιθοκόλλητον
ψηφοθέτημα, μωσαϊκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -κολλητός (< κολλώ), πρβλ. ρινοκόλλητος, χρυσοκόλλητος].
Greek Monotonic
λῐθοκόλλητος: -ον (κολλάω)·
I. διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους, σε Θεόφρ., Πλούτ.· λιθοκόλλητον στόμιον, χαλινάρι που έχει κολλημένους λίθους (για να το κάνουν οξύτερο, πιο κοφτερό), σε Σοφ.
II. τὸ λιθοκόλλητον, σκαλιστή εργασία, μωσαϊκό, ψηφιδωτό, σε Στράβ.
Middle Liddell
λῐθο-κόλλητος, ον κολλάω
I. set with precious stones, Theophr., Plut.:— λ. στόμιον a bit set with stones (to make it sharper), Soph.
II. τὸ λ. inlaid work, mosaic, Strab.