ματαιοκόπος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
(24)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ματαιοκόπος]], -ον (Μ) αυτός που [[μάταια]] κοπιάζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> [[κόπος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λαμνο</i>-[[κόπος]])].
|mltxt=[[ματαιοκόπος]], -ον (Μ) αυτός που [[μάταια]] κοπιάζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> [[κόπος]] ([[πρβλ]]. <i>λαμνο</i>-[[κόπος]])].
}}
}}

Revision as of 14:45, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

ματαιοκόπος: -ον, ὁ ματαίως κοπιῶν, Ἀντ. Μον. 1469Α.

Greek Monolingual

ματαιοκόπος, -ον (Μ) αυτός που μάταια κοπιάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + κόπος (πρβλ. λαμνο-κόπος)].