μηχανοστάσιο: Difference between revisions

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
(25)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[μηχανοστάσιο]] ν)<br /><b>1.</b> [[χώρος]] εργοστασίου ή και πλοίου όπου [[είναι]] μόνιμα εγκατεστημένες μηχανές για την [[απόδοση]] συγκεκριμένου έργου<br /><b>2.</b> <b>(σιδηροδρ.)</b> [[υπόστεγος]] [[χώρος]] στον οποίο σταθμεύουν μηχανὲς έλξης και λοιπά σιδηροδρομικά οχήματα, με σκοπό την [[επισκευή]], τη [[συντήρηση]] ή τη φύλαξή τους<br /><b>αρχ.</b><br />η [[βάση]] αρδευτικής μηχανής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στάσιο</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[στάτης]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οπλο</i>-<i>στάσιο</i>].
|mltxt=το (Α [[μηχανοστάσιο]] ν)<br /><b>1.</b> [[χώρος]] εργοστασίου ή και πλοίου όπου [[είναι]] μόνιμα εγκατεστημένες μηχανές για την [[απόδοση]] συγκεκριμένου έργου<br /><b>2.</b> <b>(σιδηροδρ.)</b> [[υπόστεγος]] [[χώρος]] στον οποίο σταθμεύουν μηχανὲς έλξης και λοιπά σιδηροδρομικά οχήματα, με σκοπό την [[επισκευή]], τη [[συντήρηση]] ή τη φύλαξή τους<br /><b>αρχ.</b><br />η [[βάση]] αρδευτικής μηχανής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στάσιο</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[στάτης]]), [[πρβλ]]. <i>οπλο</i>-<i>στάσιο</i>].
}}
}}

Revision as of 15:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (Α μηχανοστάσιο ν)
1. χώρος εργοστασίου ή και πλοίου όπου είναι μόνιμα εγκατεστημένες μηχανές για την απόδοση συγκεκριμένου έργου
2. (σιδηροδρ.) υπόστεγος χώρος στον οποίο σταθμεύουν μηχανὲς έλξης και λοιπά σιδηροδρομικά οχήματα, με σκοπό την επισκευή, τη συντήρηση ή τη φύλαξή τους
αρχ.
η βάση αρδευτικής μηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -στάσιο (< -στάτης), πρβλ. οπλο-στάσιο].