μηχανοστάσιο
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
Greek Monolingual
το (Α μηχανοστάσιο ν)
1. χώρος εργοστασίου ή και πλοίου όπου είναι μόνιμα εγκατεστημένες μηχανές για την απόδοση συγκεκριμένου έργου
2. (σιδηροδρ.) υπόστεγος χώρος στον οποίο σταθμεύουν μηχανὲς έλξης και λοιπά σιδηροδρομικά οχήματα, με σκοπό την επισκευή, τη συντήρηση ή τη φύλαξή τους
αρχ.
η βάση αρδευτικής μηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -στάσιο (< -στάτης), πρβλ. οπλοστάσιο].