μοσχαρήσιος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(25)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μοσκαρήσιος]], -α, -ο<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μοσχάρι]] ή που προέρχεται από το [[μοσχάρι]] («μοσχαρήσια [[μπριζόλα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοσχάρι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήσιος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αρν</i>-<i>ήσιος</i>, <i>γελαδ</i>-<i>ήσιος</i>)].
|mltxt=και [[μοσκαρήσιος]], -α, -ο<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μοσχάρι]] ή που προέρχεται από το [[μοσχάρι]] («μοσχαρήσια [[μπριζόλα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοσχάρι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήσιος</i> ([[πρβλ]]. <i>αρν</i>-<i>ήσιος</i>, <i>γελαδ</i>-<i>ήσιος</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

και μοσκαρήσιος, -α, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μοσχάρι ή που προέρχεται από το μοσχάρι («μοσχαρήσια μπριζόλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχάρι + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. αρν-ήσιος, γελαδ-ήσιος)].