μπριζόλα
From LSJ
κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος → grave, everlasting dwelling, everlasting dwelling place
κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος → grave, everlasting dwelling, everlasting dwelling place
και μπριτζόλα, η
κομμάτι κρέατος από τα πλευρά βοδιού, μοσχαριού ή χοίρου, το οποίο τρώγεται ψητό ή τηγανητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. brisola < γαλλ. bresolles «φιλέτο μοσχαριού». Κατ' άλλη άποψη, η λ. προήλθε από ιταλ. braciola].