χρωματογραφία: Difference between revisions
From LSJ
ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδος → work is no disgrace, but idleness is disgrace | work is no disgrace, but idleness is | work is no disgrace; it is idleness which is a disgrace | work is no disgrace; the disgrace is idleness | work is no disgrace, not working is a disgrace | work is no shame, it is idleness that is shame | there is no shame in work, shame is in idleness
(47c) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[χρωματογράφηση]]<br /><b>2.</b> <b>χημ.</b> [[μέθοδος]] διαχωρισμού τών συστατικών ενός μίγματος με σκοπό την ποσοτική και ποιοτική τους [[ανάλυση]] (α. «[[χρωματογραφία]] προσρόφησης» β. «[[χρωματογραφία]] κατανομής» γ. «[[αέρια]] [[χρωματογραφία]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[χρωματογράφηση]]<br /><b>2.</b> <b>χημ.</b> [[μέθοδος]] διαχωρισμού τών συστατικών ενός μίγματος με σκοπό την ποσοτική και ποιοτική τους [[ανάλυση]] (α. «[[χρωματογραφία]] προσρόφησης» β. «[[χρωματογραφία]] κατανομής» γ. «[[αέρια]] [[χρωματογραφία]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>chromatography</i> <span style="color: red;"><</span> [[χρώμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[γραφία]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1815 στον Αθαν. Σταγειρίτη]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:31, 23 August 2021
Greek Monolingual
η, Ν
1. η χρωματογράφηση
2. χημ. μέθοδος διαχωρισμού τών συστατικών ενός μίγματος με σκοπό την ποσοτική και ποιοτική τους ανάλυση (α. «χρωματογραφία προσρόφησης» β. «χρωματογραφία κατανομής» γ. «αέρια χρωματογραφία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromatography < χρώμα, -ατος + -γραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1815 στον Αθαν. Σταγειρίτη].