3,253,652
edits
m (Text replacement - "epith." to "epithet") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μόρφνος]] και μορφνός, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (για αετό) [[μελαψός]], μαυρωπός<br /><b>2.</b> [[είδος]] αετού, πιθ. γυπαετού, με φτερά μελανόστικτα, ο μαυραετός<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μορφνός, [[ξανθός]]»<br /><b>4.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[σκοτεινός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[ομοιοκαταληξία]] και η σημασιολογική [[συγγένεια]] με το [[ὀρφνός]] «[[σκοτεινός]]» δεν αποδεικνύει μια [[μεταξύ]] τους [[σχέση]]. Ο τ. <i>μορφ</i>-<i>νός</i> εμφανίζει πιθ. την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>mor</i>-<i>g</i><sup>w</sup><i>h</i>- της ΙΕ ρίζας <i>mer</i>- «[[αστράφτω]], [[λαμποκοπώ]]» (με [[παρέκταση]] χειλοϋπερωικού -<i>g</i><sup>w</sup><i>h</i>-) και συνδέεται με λιθουαν. <i>margas</i> «[[ποικιλόχρωμος]]» και το [[μορφή]]. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τα [[μόρτος]], <i>μόρυχος</i>, [[μορύσσω]], [[οπότε]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>mer</i>- «[[λερώνω]], βρόμικη [[κηλίδα]]». Τέλος, έχει διατυπωθεί και η [[άποψη]] ότι προήλθε με [[απλολογία]] από <i>μορβο</i>-<i>φνος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>mrg</i><sup>w</sup><i>o</i>-<i>g</i><sup>w</sup><i>hno</i>- ( | |mltxt=[[μόρφνος]] και μορφνός, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (για αετό) [[μελαψός]], μαυρωπός<br /><b>2.</b> [[είδος]] αετού, πιθ. γυπαετού, με φτερά μελανόστικτα, ο μαυραετός<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μορφνός, [[ξανθός]]»<br /><b>4.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[σκοτεινός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[ομοιοκαταληξία]] και η σημασιολογική [[συγγένεια]] με το [[ὀρφνός]] «[[σκοτεινός]]» δεν αποδεικνύει μια [[μεταξύ]] τους [[σχέση]]. Ο τ. <i>μορφ</i>-<i>νός</i> εμφανίζει πιθ. την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>mor</i>-<i>g</i><sup>w</sup><i>h</i>- της ΙΕ ρίζας <i>mer</i>- «[[αστράφτω]], [[λαμποκοπώ]]» (με [[παρέκταση]] χειλοϋπερωικού -<i>g</i><sup>w</sup><i>h</i>-) και συνδέεται με λιθουαν. <i>margas</i> «[[ποικιλόχρωμος]]» και το [[μορφή]]. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τα [[μόρτος]], <i>μόρυχος</i>, [[μορύσσω]], [[οπότε]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>mer</i>- «[[λερώνω]], βρόμικη [[κηλίδα]]». Τέλος, έχει διατυπωθεί και η [[άποψη]] ότι προήλθε με [[απλολογία]] από <i>μορβο</i>-<i>φνος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>mrg</i><sup>w</sup><i>o</i>-<i>g</i><sup>w</sup><i>hno</i>- ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>m rga</i> «μεγάλο [[πτηνό]]») και <i>gh</i><sup>w</sup><i>en</i>- «[[φονεύω]]» ([[πρβλ]]. <i>θείν</i>-<i>ω</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |