ωμίας: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(<b>με σημ. επιθ.</b>) (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει μεγάλους ώμους («παλαισταὶ ὠμίαι», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὦμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ξιφ</i>-<i>ίας</i>)].
|mltxt=ὁ, Α<br />(<b>με σημ. επιθ.</b>) (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει μεγάλους ώμους («παλαισταὶ ὠμίαι», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὦμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. <i>ξιφ</i>-<i>ίας</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

ὁ, Α
(με σημ. επιθ.) (για πρόσ.) αυτός που έχει μεγάλους ώμους («παλαισταὶ ὠμίαι», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + κατάλ. -ίας (πρβλ. ξιφ-ίας)].