ωμόθυμος: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει σκληρή [[ψυχή]], άσπλαγχνος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[μεγαλό]]-<i>θυμος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει σκληρή [[ψυχή]], άσπλαγχνος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] ([[πρβλ]]. [[μεγαλό]]-<i>θυμος</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 15:47, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σκληρή ψυχή, άσπλαγχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + θυμός (πρβλ. μεγαλό-θυμος)].