ωοθυλάκιο: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>ανατ.</b> [[σφαιροειδής]] και, στη [[συνέχεια]], [[κυστεοειδής]] [[κυτταρικός]] [[σχηματισμός]] της ωοθήκης, που περιέχει ένα ωάριο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ωό</i>(<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> [[θυλάκιο]]. Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>follicule ovarien</i>].
|mltxt=το, Ν<br /><b>ανατ.</b> [[σφαιροειδής]] και, στη [[συνέχεια]], [[κυστεοειδής]] [[κυτταρικός]] [[σχηματισμός]] της ωοθήκης, που περιέχει ένα ωάριο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ωό</i>(<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> [[θυλάκιο]]. Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>follicule ovarien</i>].
}}
}}

Latest revision as of 15:53, 23 August 2021

Greek Monolingual

το, Ν
ανατ. σφαιροειδής και, στη συνέχεια, κυστεοειδής κυτταρικός σχηματισμός της ωοθήκης, που περιέχει ένα ωάριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) + θυλάκιο. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. follicule ovarien].