ἀμαιμάκετος: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμαιμάκετος]], -η, -ον και -ος, -ον (Α)<br />(επική [[λέξη]], σε [[χρήση]] και στους λυρικούς) [[ισχυρός]], [[ακατάσχετος]], [[ασυγκράτητος]], [[φοβερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη ποιητική, ιδιαίτερα εκφραστική, που χρησιμοποιήθηκε ήδη στα ομηρικά έπη για να χαρακτηρίσει τη Χίμαιρα (ειδικότερα τη [[φωτιά]] που έβγαζε από το [[στόμα]] της), τη [[φωτιά]] γενικά κ.ά. Το επίθ. χρησιμοποιήθηκε με τη [[σημασία]] του «[[ακατάσχετος]], [[ακατανίκητος]]» κι [[έτσι]] συνδέθηκε παρετυμολογικά με το ρ. [[μάχομαι]]. Ερμηνεύεται ως [[προϊόν]] συνθέσεως του ἀ-επιτατ. <span style="color: red;">+</span> [[μαιμάω]], [[μαιμάσσω]] «[[είμαι]] [[ανυπόμονος]], [[επιθυμώ]] [[σφόδρα]]». Κατ’ [[άλλη]] [[άποψη]], που στηρίζεται στην ομηρ. [[έκφραση]] [[ἀμαιμάκετος]] [[ἱστός]], η λ. προήλθε από ρ. -<i>μάκετος</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>μήκετος</i> «[[μακρύς]], [[μεγάλος]]» με [[βράχυνση]] (<b>[[πρβλ]].</b> και [[περιμήκετος]]), ενώ το [[στοιχείο]] <i>μαι</i>- οφείλεται σε αναδιπλασιασμό. Η β΄ [[ερμηνεία]] προσκρούει στο ότι η [[χρήση]] της λ. [[ἀμαιμάκετος]] με τη λ. [[ἱστός]] [[είναι]] δευτερεύουσας σημασίας].
|mltxt=[[ἀμαιμάκετος]], -η, -ον και -ος, -ον (Α)<br />(επική [[λέξη]], σε [[χρήση]] και στους λυρικούς) [[ισχυρός]], [[ακατάσχετος]], [[ασυγκράτητος]], [[φοβερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη ποιητική, ιδιαίτερα εκφραστική, που χρησιμοποιήθηκε ήδη στα ομηρικά έπη για να χαρακτηρίσει τη Χίμαιρα (ειδικότερα τη [[φωτιά]] που έβγαζε από το [[στόμα]] της), τη [[φωτιά]] γενικά κ.ά. Το επίθ. χρησιμοποιήθηκε με τη [[σημασία]] του «[[ακατάσχετος]], [[ακατανίκητος]]» κι [[έτσι]] συνδέθηκε παρετυμολογικά με το ρ. [[μάχομαι]]. Ερμηνεύεται ως [[προϊόν]] συνθέσεως του ἀ-επιτατ. <span style="color: red;">+</span> [[μαιμάω]], [[μαιμάσσω]] «[[είμαι]] [[ανυπόμονος]], [[επιθυμώ]] [[σφόδρα]]». Κατ’ [[άλλη]] [[άποψη]], που στηρίζεται στην ομηρ. [[έκφραση]] [[ἀμαιμάκετος]] [[ἱστός]], η λ. προήλθε από ρ. -<i>μάκετος</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>μήκετος</i> «[[μακρύς]], [[μεγάλος]]» με [[βράχυνση]] ([[πρβλ]]. και [[περιμήκετος]]), ενώ το [[στοιχείο]] <i>μαι</i>- οφείλεται σε αναδιπλασιασμό. Η β΄ [[ερμηνεία]] προσκρούει στο ότι η [[χρήση]] της λ. [[ἀμαιμάκετος]] με τη λ. [[ἱστός]] [[είναι]] δευτερεύουσας σημασίας].
}}
}}
{{lsm
{{lsm