ευδιοίκητος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
(15) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐδιοίκητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αφομοιώνεται ή χωνεύεται εύκολα («τροφῆς... εὐδιοικήτου... καὶ εὐστομάχου», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο καλά τακτοποιημένος<br /><b>3.</b> το αρσ. ως [[κολακευτικός]] όρος προσφωνήσεως («εὐδιοίκητε Εὔπορε»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>διοικητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διοικώ]]), | |mltxt=[[εὐδιοίκητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αφομοιώνεται ή χωνεύεται εύκολα («τροφῆς... εὐδιοικήτου... καὶ εὐστομάχου», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο καλά τακτοποιημένος<br /><b>3.</b> το αρσ. ως [[κολακευτικός]] όρος προσφωνήσεως («εὐδιοίκητε Εὔπορε»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>διοικητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διοικώ]]), [[πρβλ]]. [[αδιοίκητος]], [[δυσδιοίκητος]], [[πολυδιοίκητος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:30, 23 August 2021
Greek Monolingual
εὐδιοίκητος, -ον (Α)
1. αυτός που αφομοιώνεται ή χωνεύεται εύκολα («τροφῆς... εὐδιοικήτου... καὶ εὐστομάχου», Γαλ.)
2. ο καλά τακτοποιημένος
3. το αρσ. ως κολακευτικός όρος προσφωνήσεως («εὐδιοίκητε Εὔπορε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διοικητος (< διοικώ), πρβλ. αδιοίκητος, δυσδιοίκητος, πολυδιοίκητος].