ευρυμαθής: Difference between revisions

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br />αυτός που έχει ευρεία [[μάθηση]], πλούτο γνώσεων, ο [[πολυμαθής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάθος]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>μαθής</i>, <i>πολυ</i>-<i>μαθής</i>].
|mltxt=-ές<br />αυτός που έχει ευρεία [[μάθηση]], πλούτο γνώσεων, ο [[πολυμαθής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάθος]]), [[πρβλ]]. [[αμαθής]], [[πολυμαθής]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:36, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές
αυτός που έχει ευρεία μάθηση, πλούτο γνώσεων, ο πολυμαθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -μαθής (< μάθος), πρβλ. αμαθής, πολυμαθής].