μάθηση
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
Greek Monolingual
η (AM μάθησις, -εως, Α ιων. γεν. -ιος) μαθαίνω
1. η απόκτηση γνώσεων (α. «δεν είσαι άνθρωπος της μάθησης» β. «πεῖρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.)
2. διδασκαλία («τοῦ φόβου τὴν μάθησιν κρείττονα παρέξεσθαι», Ξεν.)
νεοελλ.
πείρα, εμπειρία
μσν.
1. ικανότητα, επιδεξιότητα
2. φρ. «ποιῶ μάθησιν» — επινοώ, μηχανεύομαι
αρχ.
έξη, συνήθεια.