εύυδρος: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
(15)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔυδρος]], -ον (ΑΜ)<br />(για [[χώρα]]) αυτός που έχει πολύ, άφθονο [[νερό]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[ωραίο]] [[νερό]] («τὸν εὔυδρον δονακόχλοα λιπόντες Εὐρώταν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>υδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ύδωρ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>άν</i>-<i>υδρος</i>, <i>πολύ</i>-<i>υδρος</i>].
|mltxt=[[εὔυδρος]], -ον (ΑΜ)<br />(για [[χώρα]]) αυτός που έχει πολύ, άφθονο [[νερό]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[ωραίο]] [[νερό]] («τὸν εὔυδρον δονακόχλοα λιπόντες Εὐρώταν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>υδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ύδωρ</i>), [[πρβλ]]. [[άνυδρος]], [[πολύυδρος]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

εὔυδρος, -ον (ΑΜ)
(για χώρα) αυτός που έχει πολύ, άφθονο νερό
αρχ.
αυτός που έχει ωραίο νερό («τὸν εὔυδρον δονακόχλοα λιπόντες Εὐρώταν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -υδρος (< ύδωρ), πρβλ. άνυδρος, πολύυδρος].