ζωογλύφος: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ζωογλύφος]])<br />[[γλύπτης]] ζώων, [[καλλιτέχνης]] γλυπτών παραστάσεων ζώων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>γλύφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλύφω]]), [[πρβλ]]. <i>εικονο</i>-<i>γλύφος</i>, <i>τοκο</i>-<i>γλύφος</i>].
|mltxt=ο (Α [[ζωογλύφος]])<br />[[γλύπτης]] ζώων, [[καλλιτέχνης]] γλυπτών παραστάσεων ζώων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>γλύφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλύφω]]), [[πρβλ]]. [[εικονογλύφος]], [[τοκογλύφος]]].
}}
}}

Revision as of 17:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο (Α ζωογλύφος)
γλύπτης ζώων, καλλιτέχνης γλυπτών παραστάσεων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -γλύφος (< γλύφω), πρβλ. εικονογλύφος, τοκογλύφος].