ημιφανής: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμιφανής]], -ές (Α)<br />αυτός που φαίνεται [[κατά]] το ήμισυ, που [[είναι]] [[ακάλυπτος]] [[κατά]] το ήμισυ. Επιρρ. <i>ἡμιφανῶς</i> (Α)<br />με ημιφανή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>φανής</i>, <i>δια</i>-<i>φανής</i>].
|mltxt=[[ἡμιφανής]], -ές (Α)<br />αυτός που φαίνεται [[κατά]] το ήμισυ, που [[είναι]] [[ακάλυπτος]] [[κατά]] το ήμισυ. Επιρρ. <i>ἡμιφανῶς</i> (Α)<br />με ημιφανή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]]), [[πρβλ]]. [[αφανής]], [[διαφανής]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:48, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡμιφανής, -ές (Α)
αυτός που φαίνεται κατά το ήμισυ, που είναι ακάλυπτος κατά το ήμισυ. Επιρρ. ἡμιφανῶς (Α)
με ημιφανή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -φανής (< φαίνω), πρβλ. αφανής, διαφανής].