ημίπεπτος: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμίπεπτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[κατά]] το ήμισυ ώριμος, [[μισογινωμένος]]<br /><b>2.</b> μισοχωνεμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πεπτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πέσσω]], [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>πεπτος</i>, <i>εύ</i>-<i>πεπτος</i>].
|mltxt=[[ἡμίπεπτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[κατά]] το ήμισυ ώριμος, [[μισογινωμένος]]<br /><b>2.</b> μισοχωνεμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πεπτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πέσσω]], [[πρβλ]]. [[άπεπτος]], [[εύπεπτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡμίπεπτος, -ον (Α)
1. κατά το ήμισυ ώριμος, μισογινωμένος
2. μισοχωνεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πεπτος < πέσσω, πρβλ. άπεπτος, εύπεπτος].