ημεροσκόπος: Difference between revisions

From LSJ

εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶνblessed are You, o Christ Our God

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμεροσκόπος]], -ον (AM)<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἡμεροσκόπος]]<br />[[φρουρός]] που στέκεται σε ύψωμα για να ελέγχει τις κινήσεις του εχθρού [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας («λείποντες δὲ ἡμεροσκόπους [[περί]] τὰ ὑψηλά», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[επιτηρητής]] («πιστὸν ἡμεροσκόπον ὀφθαλμόν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]]), [[πρβλ]]. <i>αστερο</i>-<i>σκόπος</i>, <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>].
|mltxt=[[ἡμεροσκόπος]], -ον (AM)<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἡμεροσκόπος]]<br />[[φρουρός]] που στέκεται σε ύψωμα για να ελέγχει τις κινήσεις του εχθρού [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας («λείποντες δὲ ἡμεροσκόπους [[περί]] τὰ ὑψηλά», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[επιτηρητής]] («πιστὸν ἡμεροσκόπον ὀφθαλμόν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]]), [[πρβλ]]. [[αστεροσκόπος]], [[οιωνοσκόπος]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:51, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡμεροσκόπος, -ον (AM)
το αρσ. ως ουσ.ἡμεροσκόπος
φρουρός που στέκεται σε ύψωμα για να ελέγχει τις κινήσεις του εχθρού κατά τη διάρκεια της ημέρας («λείποντες δὲ ἡμεροσκόπους περί τὰ ὑψηλά», Ηρόδ.)
αρχ.
επιτηρητής («πιστὸν ἡμεροσκόπον ὀφθαλμόν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -σκοπος (< σκοπός), πρβλ. αστεροσκόπος, οιωνοσκόπος].