ιχθυακός: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰχθυακός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[ιχθυϊκός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἰχθυακή [[πύλη]]» — [[πύλη]] στην οποία πωλούσαν ψάρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰχθύς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ακος</i> ([[πρβλ]]. <i>ηλι</i>-<i>ακός</i>, <i>κοιλι</i>-<i>ακός</i>)].
|mltxt=[[ἰχθυακός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[ιχθυϊκός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἰχθυακή [[πύλη]]» — [[πύλη]] στην οποία πωλούσαν ψάρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰχθύς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ακος</i> ([[πρβλ]]. [[ηλιακός]], [[κοιλιακός]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰχθυακός, -ή, -όν (Α)
1. ιχθυϊκός
2. φρ. «ἰχθυακή πύλη» — πύλη στην οποία πωλούσαν ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθύς + κατάλ. -ακος (πρβλ. ηλιακός, κοιλιακός)].