καραβήσιος: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ια, -ο<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[καράβι]] («καραβήσια πανιά»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καράβι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήσιος</i> ([[πρβλ]]. <i>αγελαδ</i>-<i>ήσιος</i>, <i>βουν</i>-<i>ήσιος</i>)].
|mltxt=-ια, -ο<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[καράβι]] («καραβήσια πανιά»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καράβι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήσιος</i> ([[πρβλ]]. [[αγελαδήσιος]], [[βουνήσιος]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ια, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καράβι («καραβήσια πανιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καράβι + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. αγελαδήσιος, βουνήσιος)].