λυσσώπις: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυσσῶπις]], -ιδος, ἡ (Α)<br />αυτή που έχει λυσσώδες [[βλέμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύσσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῶπις</i>(<span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «[[οφθαλμός]]»), [[πρβλ]]. <i>βλοσυρ</i>-<i>ώπις</i>, <i>γλαυκ</i>-<i>ώπις</i>].
|mltxt=[[λυσσῶπις]], -ιδος, ἡ (Α)<br />αυτή που έχει λυσσώδες [[βλέμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύσσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῶπις</i>(<span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «[[οφθαλμός]]»), [[πρβλ]]. [[βλοσυρώπις]], [[γλαυκώπις]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

λυσσῶπις, -ιδος, ἡ (Α)
αυτή που έχει λυσσώδες βλέμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + -ῶπις(< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. βλοσυρώπις, γλαυκώπις].