κροταλίας: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] δηλητηριωδών φιδιών της οικογένειας viperidae τα οποία φέρουν στην [[ουρά]] τους [[κρόταλο]], αποτελούμενο από κεράτινα αρθρωτά τμήματα, που παράγει χαρακτηριστικό ήχο όταν η [[ουρά]] πάλλεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>crotalus</i> <span style="color: red;"><</span> νεώτ. λατ. <i>crotalus</i>, [[άλλος]] τ. του λατ. <i>crotalum</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρόταλον]]. Η λ. εμφανίζει το [[επίθημα]] -<i>ίας</i>, που χαρακτηρίζει, [[συχνά]], ονομασίες ζώων ([[πρβλ]]. <i>καρχαρ</i>-<i>ίας</i>, <i>ξιφ</i>-<i>ίας</i>)].
|mltxt=ο<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] δηλητηριωδών φιδιών της οικογένειας viperidae τα οποία φέρουν στην [[ουρά]] τους [[κρόταλο]], αποτελούμενο από κεράτινα αρθρωτά τμήματα, που παράγει χαρακτηριστικό ήχο όταν η [[ουρά]] πάλλεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>crotalus</i> <span style="color: red;"><</span> νεώτ. λατ. <i>crotalus</i>, [[άλλος]] τ. του λατ. <i>crotalum</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρόταλον]]. Η λ. εμφανίζει το [[επίθημα]] -<i>ίας</i>, που χαρακτηρίζει, [[συχνά]], ονομασίες ζώων ([[πρβλ]]. [[καρχαρίας]], [[ξιφίας]])].
}}
}}

Latest revision as of 19:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
ζωολ. γένος δηλητηριωδών φιδιών της οικογένειας viperidae τα οποία φέρουν στην ουρά τους κρόταλο, αποτελούμενο από κεράτινα αρθρωτά τμήματα, που παράγει χαρακτηριστικό ήχο όταν η ουρά πάλλεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. crotalus < νεώτ. λατ. crotalus, άλλος τ. του λατ. crotalum < κρόταλον. Η λ. εμφανίζει το επίθημα -ίας, που χαρακτηρίζει, συχνά, ονομασίες ζώων (πρβλ. καρχαρίας, ξιφίας)].