3,274,916
edits
(47c) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. , ") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὠφελῶ, -έω, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[παρέχω]] [[ωφέλεια]], [[κάνω]] καλό σε κάποιον, [[βοηθώ]], [[εξυπηρετώ]] (α. «οι διακοπές τον ωφέλησαν πολύ» β. «τὰ [[μηδέν]] | |mltxt=ὠφελῶ, -έω, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[παρέχω]] [[ωφέλεια]], [[κάνω]] καλό σε κάποιον, [[βοηθώ]], [[εξυπηρετώ]] (α. «οι διακοπές τον ωφέλησαν πολύ» β. «τὰ [[μηδέν]] ὠφελοῦντα μὴ πόνει [[μάτην]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ωφελούμαι</i> και <i>ὠφελοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />έχω ώφελος, έχω [[συμφέρον]], [[κερδίζω]] (α. «βγήκε ωφελημένος από την όλη [[κατάσταση]]» β. «ἡ [[πόλις]] οὐκ ὠφελείται ἐν τῷ τοιῷδε», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄφελος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὀφέλλω]] [II] «[[αυξάνω]], [[επιτείνω]], [[τιμώ]]»). Το αρκτικό μακρό [[φωνήεν]] <i>ω</i>- του ρήματος οφείλεται στην [[επίδραση]] τών συνθέτων σε -<i>ωφελής</i> ([[πρβλ]]. [[κοινωφελής]], [[οικωφελής]]) της λ. <i>όφελος</i>]. | ||
}} | }} |