ἡμίπλαστος: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμίπλαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει πλαστεί [[κατά]] το ήμισυ, ατελώς πλασμένος, μισοπλασμένος, μισοσχηματισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), [[πρβλ]]. <i>εύ</i>-<i>πλαστος</i>, <i>πρωτό</i>-<i>πλαστος</i>].
|mltxt=[[ἡμίπλαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει πλαστεί [[κατά]] το ήμισυ, ατελώς πλασμένος, μισοπλασμένος, μισοσχηματισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), [[πρβλ]]. [[εύπλαστος]], [[πρωτόπλαστος]]].
}}
}}

Latest revision as of 19:10, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1169] halb geformt, Sp.

Greek Monolingual

ἡμίπλαστος, -ον (Α)
αυτός που έχει πλαστεί κατά το ήμισυ, ατελώς πλασμένος, μισοπλασμένος, μισοσχηματισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. εύπλαστος, πρωτόπλαστος].