ιοπλόκαμος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰοπλόκαμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σκούρες πλεξούδες, πλοκάμους με [[χρώμα]] ίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πλόκαμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλόκαμος]]), [[απαλοπλόκαμος]].
|mltxt=[[ἰοπλόκαμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σκούρες πλεξούδες, πλοκάμους με [[χρώμα]] ίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πλόκαμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλόκαμος]]), [[πρβλ]]. [[απαλοπλόκαμος]].
}}
}}

Latest revision as of 10:19, 25 August 2021

Greek Monolingual

ἰοπλόκαμος, -ον (Α)
αυτός που έχει σκούρες πλεξούδες, πλοκάμους με χρώμα ίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -πλόκαμος (< πλόκαμος), πρβλ. απαλοπλόκαμος.