οὐρανοφοίτης: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οὐρανοφοίτης]], ὁ (ΑΜ)<br />αυτός που πορεύεται στον ουρανό, [[ουρανοβάμων]] («τοὺς οὐρανοφοίτας ἀποστόλους», <b>Ευστ.</b> Πον.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φοίτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[φοιτώ]]), | |mltxt=[[οὐρανοφοίτης]], ὁ (ΑΜ)<br />αυτός που πορεύεται στον ουρανό, [[ουρανοβάμων]] («τοὺς οὐρανοφοίτας ἀποστόλους», <b>Ευστ.</b> Πον.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φοίτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[φοιτώ]]), [[πρβλ]]. [[ορειφοίτης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:25, 25 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A walking in heaven, Hymn.Mag.2.(2).14, Suid. s.v. οὐρανοβάμονος, etc.
German (Pape)
[Seite 418] ὁ, = Folgdm, Suid. Erkl. von οὐρανοβάμων.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρᾰνοφοίτης: -ου, ὁ, ὁ περιπατῶν ἐν τῷ οὐρανῷ, οὐρανοβάμων, Γρηγ. Ναζ., Σουΐδ., κλ.
Spanish
Greek Monolingual
οὐρανοφοίτης, ὁ (ΑΜ)
αυτός που πορεύεται στον ουρανό, ουρανοβάμων («τοὺς οὐρανοφοίτας ἀποστόλους», Ευστ. Πον.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + -φοίτης (< φοιτώ), πρβλ. ορειφοίτης.